Συνέντευξη με τον Άγγελο Βασιλείου.
Είναι 7 το πρωί, δεν έχει καλά-καλά ξημερώσει και, ενώ εγώ πίνω μονορούφι τον πρώτο καφέ της ημέρας, εκείνος είναι χαμογελαστός και κινείται στο χώρο γεμάτος ενέργεια. Βρισκόμαστε στις αθλητικές εγκαταστάσεις του Κολλεγίου Ψυχικού, όπου ο Αγγελος Βασιλείου προπονείται κάθε μέρα πριν ξεκινήσει το μάθημα – αυτή ήταν η μόνη ώρα που μπορούσε να διαθέσει για να τα πούμε, αφού η φράση «ελεύθερος χρόνος» δεν είναι ενταγμένη στην καθημερινότητά του. «Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του αθλητή είναι το χρονόμετρο. Μόνο με στρατιωτική πειθαρχία και ψυχικό σθένος… μοναχού μπορείς να κάνεις θαύματα σε ένα 24ωρο», λέει και περιγράφει το απαιτητικό πρόγραμμά του. Ξύπνημα στις 6.30, δίωρη προπόνηση, σχολείο έως τις 3.30 (στα διαλείμματα, αντί να παίζει μπάλα στο γήπεδο με τους φίλους του, κάθεται στην τάξη και μελετάει), δεύτερη προπόνηση μετά τη λήξη των μαθημάτων, 4 ώρες φροντιστήριο και επιστροφή στο σπίτι. Κατά μέσον όρο κοιμάται 5 ώρες την ημέρα και επιτρέπει στον εαυτό του μία βόλτα κάθε Σάββατο. «Πρόκειται για ένα σύνθετο αγώνισμα που συνδυάζει ταχύτητα, αντοχή και τεχνική. Οι αθλητές που καταφέρνουν να διαπρέψουν σε αυτό δεν είναι απλοί πρωταθλητές, είναι μαχητές», εξηγεί.
Ο ίδιος, στα 17 του, έχει ακούσει δύο φορές τον Εθνικό Υμνο. Πέρυσι τέτοια εποχή, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που διεξήχθη στην Κύπρο τερμάτισε πρώτος και τρίτος στην κατηγορία των παίδων, ενώ στα τέλη Οκτωβρίου στη Γουατεμάλα στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής μοντέρνου πεντάθλου εφήβων: κέρδισε χρυσό μετάλλιο στο τρίαθλο, που περιλαμβάνει σκοποβολή (5 βολές x 4 γύρους), κολύμβηση (100 μ. x 4 φορές), τρέξιμο (800 μ. x 4 φορές) και στο δίαθλο (200 μ. κολύμβηση – 3.000 μ. τρέξιμο), όπου μάλιστα σημείωσε την καλύτερη επίδοση όλων των εποχών στην κατηγορία εφήβων, με χρόνο ρεκόρ 10:37. «Δουλεύω όλη μου τη ζωή γι’ αυτόν το σκοπό και αν έπρεπε να γυρίσω το χρόνο πίσω, θα το ξαναέκανα ευχαρίστως».
Ξεκίνησε να κολυμπάει όταν ήταν μόλις 5 ετών και επί μία δεκαετία το νερό έγινε το φυσικό του περιβάλλον. Στο Γυμνάσιο αποφάσισε να αποσυρθεί από τον αθλητισμό για να αφιερωθεί στο διάβασμα, αλλά στο Λύκειο… υποτροπίασε και έγινε μέλος της ομάδας στίβου. «Εχει τη νοοτροπία του νικητή. Στη γραμμή της εκκίνησης τα μάτια του θαρρείς πως πετούν σπίθες – τόση είναι η λαχτάρα του για την πρωτιά», λέει ο προπονητής του Ιωάννης Οικονόμου. Επειτα από προτροπή της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας, στα 16 του πήγε μόνος για 25 μέρες στη Βουλγαρία για να προπονηθεί στο μοντέρνο πένταθλο. Ηταν, τότε, αρχάριος, αλλά η νίκη που ήρθε αργότερα στην Κύπρο τον έκανε να πάρει το άθλημα στα σοβαρά. «Ηθελα όσο τίποτα να πάω στην Ολυμπιάδα Νέων, αλλά, ενώ πέρασα στα προκριματικά, δεν με άφησαν να συνεχίσω γιατί το συγκεκριμένο αγώνισμα δεν υφίσταται στην Ελλάδα».
Ετσι, χορηγοί και υποστηρικτές του έγιναν οι γονείς του. Ο Σωκράτης Βασιλείου, μαθηματικός, και η σύζυγός του Μαρία, γιατρός, μετακόμισαν από την Ελευσίνα προκειμένου να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα δίπλα στο σχολείο του Αγγελου. «Το αυτοκίνητο μετατράπηκε σε τροχόσπιτο, η καθημερινότητά μας προσαρμόστηκε στου γιου μας, αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι θυσία όταν βλέπεις το παιδί σου ευτυχισμένο. Είμαστε υπερήφανοι που μπορούμε να συνδράμουμε στο όνειρό του», λένε. Ηταν εκείνοι που τον ώθησαν να μην παρατήσει τα μαθήματά του για χάρη του αθλητισμού, αλλά να προσπαθήσει να τα συνδυάσει. Ετσι το 2013 ο Αγγελος βραβεύτηκε από τον ΠΣΑΤ ως ο καλύτερος νέος Ελληνας αθλητής με τις υψηλότερες ακαδημαϊκές διακρίσεις. Σήμερα είναι αριστούχος μαθητής της Γ΄ Λυκείου, διαβάζει ανελλιπώς για τις πανελλήνιες εξετάσεις και ελπίζει να γίνει δεκτός σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας, όπου θα συνεχίσει το πένταθλο ενώ παράλληλα θα σπουδάζει μηχανικός. Τι άλλο ελπίζει για το μέλλον; «Οταν οι συνομήλικοί μου έβλεπαν Μουντιάλ θέλοντας να μοιάσουν στον Μπέκαμ, εγώ θαύμαζα τον Βασίλη Φλώρο (σ.σ. πρωταθλητής στο μοντέρνο πένταθλο). Υπάρχουν πολλά παιδιά που δεν τους λείπει ούτε το ταλέντο ούτε η όρεξη, αλλά ένα πρότυπο. Η πραγματική μου νίκη θα είναι να καταφέρω να τους εμπνεύσω ώστε το πένταθλο να αποκτήσει παράδοση στη χώρα μας. Δεν έχει πλάκα να πανηγυρίζει κανείς μόνος».
Πηγή: Καθημερινή