Η ιγνυακή κύστη των ενηλίκων ή κύστη Baker αποτελεί διόγκωση του φυσιολογικού γαστροκνημιο-ημιϋμενώδους ορογόνου θυλάκου, ο οποίος επικοινωνεί με την άρθρωση του γόνατος. Συνήθως είναι ασυμπτωματική αλλά σε περίπτωση επιπλοκών μπορεί να προκαλέσει θορυβώδη κλινική εικόνα. Οι συχνότερες επιπλοκές της είναι η υπέρμετρη διόγκωση και επέκτασή της κεντρικά και περιφερικά της ιγνύος (διαχωριστική κύστη Baker) και η ρήξη του τοιχώματός της (ψευδοθρομβοφλεβίτιδα).
Παρά το γεγονός ότι η ψευδοθρομβοφλεβίτιδα αποτελεί ευρέως γνωστή και επαρκώς μελετημένη κλινική οντότητα στην οξεία φάση σχεδόν πάντα δημιουργεί διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα. Ποικίλες παθήσεις, με κυριότερες την εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση και τους τοπικούς μυϊκούς τραυματισμούς, εκδηλώνονται με παρόμοια κλινική εικό- να και το ιστορικό είναι συχνά παραπλανητικό. Αυξημένη εγρήγορση, υψηλός δείκτης υποψίας και χρήση απεικονιστικών μεθόδων απαιτούνται σε κάθε περίπτωση επώδυνης διόγκωσης της γαστροκνημίας.
Στην περίπτωση που δημοσιεύουμε γίνεται αναλυτική πα- ρουσίαση της κλινικής εικόνας της ψευδοθρομβοφλεβίτιδας. Επιπλέον, δίνεται έμφαση στην αξία της άμεσης διενέργειας υπερηχογραφικού ελέγχου και στη σπουδαιότητά του προς αποφυγή λανθασμένης διάγνωσης και θεραπείας. Η MRI είναι σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς την εικόνα μιας ραγείσας κύστης Baker και να θέσει με μεγάλη ακρίβεια τη διάγνωση, αποκλείοντας ταυτόχρονα μια σειρά από άλλες παθήσεις, όπως μυϊκοί τραυματισμοί και κυστικές ογκόμορφες εξεργασίες της περιοχής της ιγνύος.