Δεν υπάρχει κάποια αιματολογική ή γενετική εξέταση που να εντοπίζει τις διαταραχές του αυτιστικού φάσματος.
Η διάγνωση βασίζεται στη συμπεριφορά του παιδιού κι έτσι γονείς και εκπαιδευτικοί θα πρέπει να γνωρίζουν ποιες είναι οι τρεις βασικές ενδείξεις που πρέπει να τους κινήσουν την προσοχή.
1. Δυσκολίες κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Το παιδί δεν επιθυμεί ή αδυνατεί να αλληλεπιδράσει με συνομηλίκους του και τον κοινωνικό περίγυρο γενικότερα. Σημείο αναφοράς αποτελεί η ηλικία του παιδιού και το στάδιο της ζωής του. Κατά τα σχολικά χρόνια, το παιδι είναι πιθανό να μη δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον προς τους συνομηλίκους του. Μπορεί όμως να θέλει να συνάψει δεσμούς αλλά να μη διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες για να τους προσεγγίσει.
2. Περιορισμένες, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή συνεχής αναζήτηση νέων αισθητηριακών ερεθισμάτων. Το παιδί μπορεί να προσεγγίζει με πολύ συγκεκριμένο ή πολύ έντονο τρόπο το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του, πολλές φορές αποκλείοντας τη συμμετοχή άλλων. Από την άλλη, ορισμένα παιδιά προσπαθούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον τρίτων, χωρίς να συνειδητοποιούν πότε κάποιος πράγματι ενδιαφέρεται ή όχι.
3. Σταθερό μοτίβο συμπεριφοράς από τα πρώτα χρόνια της ζωής. Οι διαταραχές του αυτιστικού φάσματος δεν είναι επίκτητες. Έτσι, απαιτείται να διευκρινιστεί εάν το παιδί εκδηλώνει συγκεκριμένες συμπεριφορές από πολύ μικρή ηλικία.
Η πληρέστερη ενημέρωση σχετικά με τις διαταραχές του αυτιστικού φάσματος διευκολύνει την έγκαιρη διάγνωση και την παρέμβαση από τον ειδικό, τονίζει η Kristelle Hudry, λέκτορας Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Λα Τρομπ της Μελβούρνης. Με τον τρόπο αυτό, παρέχεται στο παιδί η κατάλληλη καθοδήγηση και υποστήριξη ώστε η διαχείριση των συμπτωμάτων να είναι όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική.
Πηγή: onmed.gr