ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ
Σκοπός της θρησκευτικής αγωγής των μαθητών μας, είναι η διεύρυνση του συστήματος αξιών δηλ. ενός πλαισίου ζωής καθοριζόμενο από μία μοναδική σε πλούτο και ποιότητα πνευματική κληρονομιά, την ελληνορθόδοξη παράδοση. Βάση της αγωγής αυτής είναι το ανθρώπινο πρόσωπο αφού κινείται στο χώρο των ψυχικών και πνευματικών δεδομένων του ανθρώπου, απευθύνεται στο βουλητικό του και προσπαθεί να πλάσει συγκεκριμένες στάσεις και συμπεριφορές. Η εκπαίδευση υποβοηθεί τους μαθητές «να εξοικειώνονται βαθμιαία με τις ηθικές, θρησκευτικές, εθνικές, ανθρωπιστικές και άλλες αξίες και να τις οργανώνουν σε σύστημα αξιών» (Ν.1566\85).
Η ελληνορθόδοξη παράδοση και ζωή, που αποτελεί την μνήμη του λαού, όπως διαφυλάχτηκε και εκφράζεται στις εμπειρίες της εκκλησίας μας και στην αυθεντική κληρονομιά του λαού μας, είναι η πιο πολύτιμη πνευματική μας περιουσία.
Η αξία της δεν είναι μονάχα ιστορική, αλλά μήνυμα ελπίδας και ανακαίνισης του φθειρόμενου από την αποστασία κόσμου. Στην τραγική μας εποχή που συγκρούονται φοβεροί ιδεολογικοί και θρησκευτικοί κόσμοι και η νεολαία μας αποπροσανατολίζεται και φθείρεται αιχμαλωτιζόμενη έντεχνα από ενδοκοσμικές απολαύσεις, η ελληνορθόδοξη παιδεία είναι το θεμελιακό λιθάρι για τη διατήρηση της ταυτότητάς μας. Η χριστιανική αγωγή συμπορεύεται με όλη την αυτοσυνειδησία του ελληνισμού και εκφράζει τους πόθους και τα οράματα ελευθερίας σε όλες τις διαστάσεις. Η ορθόδοξη αγωγή δικαιώθηκε ιστορικά και στην τουρκοκρατία. Η ορθόδοξη εκκλησία ανήγειρε το ηθικό και θρησκευτικό κράτος στα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καλλιεργώντας συγχρόνως τη γλώσσα και την εθνική φιλολογία.
Η λαϊκή τέχνη και η βυζαντινή μουσική και αγιογραφία, μας κράτησαν ζωντανούς τετρακόσια χρόνια επί τουρκοκρατίας. Τότε που το σύνολο της λογιοσύνης φορούσε ράσο και την εθνική φλόγα την διατήρησαν άσβεστη τα καντήλια των μοναστηριών. «Ο ελληνισμός ολοκληρώθηκε μέσα στην εκκλησία και σώθηκε δι’ αυτής». «Το Ψαλτήρι και το Οκτωήχι έβγαλαν τους Μακρυγιάννηδες και τους αγωνιστές του Λαϊκού Πανεπιστημίου του γένους» (Οδ. Ελύτης). «Το ελληνικόν
έθνος, το δούλον αλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον έχει και θα έχει δια παντός ανάγκην της θρησκείας μας» (Αλέξ. Παπαδιαμάντης).
Το άρθρο 16 του Συντάγματος διαγράφει την υποχρέωση της εκπαίδευσης να θέσει τις βάσεις «της θρησκευτικής, εθνικής και ανθρωπιστικής αγωγής των μαθητών». Πέρα από τη νομική κατοχύρωση, όσον αφορά τη θρησκευτική αγωγή των μαθητών, προβάλλουν ορισμένες απορίες και αμφισβητήσεις όπως: «Είναι δημοκρατικό να δώσουμε στους μαθητές τις δικές μας θρησκευτικές ιδέες;». «Είναι ηθικά θεμιτό να διαπαιδαγωγήσουμε τους μαθητές σύμφωνα με το μήνυμα της Ελληνικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Θρησκείας;». «Είναι ψυχολογικά σωστό να περιορίσουμε τη λογική και διαισθητική σκέψη των παιδιών στη διδασκαλία των δογματικών θεμάτων μίας θρησκείας;». «Είναι ανθρώπινο να ζητήσουμε από τον/την εκπαιδευτικό να διδάξει πράγματα που ίσως δεν πιστεύει;»
Η συνάντηση των Υπουργών Παιδείας στην Ασίζη (1986) διακήρυξε ότι όλες οι θρησκείες έχουν στοιχεία αλήθειας. Δεν υπάρχει, σημείωσαν, από τη μία θρησκεία η αλήθεια και από την άλλη η πλάνη.
Στο Σάμερχιλλ δεν διδάσκονταν τα θρησκευτικά για να μην καταπιεστεί η ελευθερία του μαθητή. Οι οπαδοί της αντιαυταρχικής αγωγής υποστηρίζουν ότι στα παιδιά μπορούμε να δώσουμε την αγάπη μας, όχι όμως τις ιδέες μας.
Επίσης, στη χώρα οι περισσότεροι ορθολογιστές θεωρούν ότι είναι αναχρονιστικό το σχολείο που στηρίζει τη μάθηση σε δοξασίες και όχι στον ορθό λόγο. Η ανάπτυξη της σκέψης, της κρίσης και της λογικής είναι ο κύριος σκοπός της εκπαίδευσης και όχι δοξασίες που δημιουργούν εμμονές και «μπλοκάρουν» την ελεύθερη σκέψη.
Απ’ την άλλη πλευρά, στη σύγχρονη πραγματικότητα ο έλληνας μαθητής ζει σε μια πολυεθνική και πολυθρησκευτική κοινωνία και πολλοί πρεσβεύουν ότι είναι πλέον καιρός να φύγουμε από το στενό ελληνορθόδοξο πλαίσιο, έτσι ώστε ο μελλοντικός πολίτης να βλέπει χωρίς φανατισμό και μισαλλοδοξία, χωρίς προκατάληψη και στεγανά τον συνάνθρωπό του, χριστιανό, μουσουλμάνο, βουδιστή ή άθεο με τον οποίο θα συνεργαστεί ίσως σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής. Επίσης πρέπει να δούμε ποιές είναι οι διεθνείς τάσεις στην παγκόσμια κοινωνία. Την εποχή της πληροφορικής και του αυτοματισμού, όπου δεν υπάρχει η «πολυτέλεια» του «πιστεύω», αλλά υπερισχύει η πραγματικότητα του πράττω και επικοινωνώ, εργάζομαι και αποδίδω έργο.
Σήμερα, το σχολείο συναντά τέτοιου τύπου δυσκολίες και οι διαφορετικές τάσεις και απόψεις είναι συχνά αποτέλεσμα διαφορετικής νοοτροπίας και διαφοροποιημένης εκτίμησης των απαιτήσεων που εκτιμάται ότι θα έχει η αυριανή κοινωνία μέσα στην οποία θα κληθεί να ζήσει ο σημερινός μαθητής.
Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι η καλλιέργεια της θρησκευτικής αγωγής είναι ήδη θεσμοθετημένη (Ν.1566/85) και ουδέποτε μέχρι σήμερα, τουλάχιστον, έχει διατυπωθεί ζήτημα αλλαγής του υπάρχοντος Νόμου. Άλλωστε και το Σύνταγμα, όπως είναι γνωστό, προβλέπει ως επικρατούσα θρησκεία την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη και αυτά είναι πραγματικότητες που μέχρι σήμερα δεν έχουν αμφισβητηθεί.
Ωστόσο, εγείρεται και άλλη μία σειρά ερωτημάτων αναφορικά με το περιεχόμενο της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών -ειδικότερα για τους μαθητές της Πρωτοβάθμιας εκπ/σης. Σύμφωνα με το πρώτο ερώτημα, είναι εφικτό και κατά πόσον το μάθημα να συμπεριλαμβάνει θέματα πίστης, δοξασιών και παραδόσεων των (έξι) 6 διεθνώς μεγάλων θρησκειών, δηλαδή του Ιουδαϊσμού, του Ισλάμ, του Ινδουϊσμού, του Βουδισμού, του Ταοϊσμού και του Κομφουκιανισμού; Και ως προς τον Χριστιανισμό, ποιες δοξασίες, πιστεύω και παραδόσεις; Μόνον της Ορθοδοξίας ή και του Ρωμαιοκαθολικισμού και του Προτεσταντισμού; Σε αυτή την περίπτωση, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη το κριτήριο της παιδαγωγικής καταλληλότητας, και προκειμένου η αναπλαισίωση της επιστημονικής γνώσης σε σχολική να γίνει με παιδαγωγικό τρόπο και να είναι ανάλογη με την ηλικία στην οποία απευθύνεται, η σπουδή για τις άλλες Ομολογίες είναι ένα δύσκολο εγχείρημα για τους μαθητές των μεγαλύτερων τάξεων του Δημοτικού. η διαχριστιανική και διαθρησκειακή έρευνα & μελέτη παραπέμπει σε υψηλότερα μαθησιακά προϊόντα, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενα εκτενέστερης διδ/λίας στις επόμενες βαθμίδες εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με το δεύτερο ερώτημα, εξίσου σημαντικό, και καθώς ενδείκνυται η εφαρμογή της ομαδοσυνεργατικής μεθόδου διδασκαλίας με την ταυτόχρονη πραγματοποίηση δραστηριοτήτων, από ποιες πηγές θα αντλεί ο εκπαιδευτικός τις γνώσεις και πληροφορίες προς επεξεργασία με τους μαθητές του; Κάθε μαθητής θα δημιουργεί το προσωπικό portfolio του μέσα από μία προτεινόμενη πληθώρα «υλικού-βιβλιοθήκης»; Η ύπαρξη ενός κοινού εγχειριδίου αναφοράς, όπως γίνεται με όλα τα άλλα διδακτικά αντικείμενα του σχολείου, δεν αποτελεί διευκολυντικό παράγοντα στη διδασκαλία του/της εκπαιδευτικού; Υπάρχει κάποιος παιδαγωγικός, θεωρητικός ή έστω πιο προοδευτικός τρόπος διδασκαλίας, που έχει εφαρμοστεί και έχει δοκιμαστεί; Η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία εφαρμόζεται και σε άλλα μαθήματα στο δημοτικό, το βιβλίο αναφοράς όμως δεν έχει καταργηθεί…
Κλείνοντας, πιστεύουμε ότι το μάθημα των θρησκευτικών δεν θα πρέπει να γίνεται μόνον γνωσιοκεντρικά, αλλά να αντικατοπτρίζει ολόκληρη τη ζωή του σχολείου χωρίς ακρότητες, δηλαδή θρησκευτικό φανατισμό, μισαλλοδοξία, προκαταλήψεις κ.ά. Η καταξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης πραγματώνεται με αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας. Η διδασκαλία δεν πρέπει να σταματά στο λατρευτικό τύπο, αλλά να περνά με επαγωγικό τρόπο στην ουσία της χριστιανικής βιοθεωρίας και στα υποδείγματα εκείνων που την καθαγίασαν.
Το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να δώσει τις περισσότερες αφορμές για την άσκηση της θρησκευτικής αγωγής και να κάμει τα παιδιά κοινωνούς του μηνύματος της Ελληνικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, ιδιαίτερα αυτά των αδιάφορων ή άθεων οικογενειών. Τα μηνύματα του Χριστιανισμού είναι υπερφυλετικά, υπερεθνικά και οικουμενικά. Μέσα από την Χριστιανική ανθρωπολογική αγωγή προβάλλουν οι υψηλές πνευματικές αξίες, οι αιώνιες θεμελιακές αντικειμενικές αξίες, που υπήρχαν και θα υπάρχουν ανεξάρτητα από τη στάση κάθε εποχής γι’ αυτές και είναι χρέος μιας φωτισμένης παιδείας να φέρει τον μαθητή σε επαφή με αυτές.
Η Ένωση Ελλήνων Παιδαγωγών