Ντῖνος Χριστιανόπουλος (γεν. 1931): ψευδώνυμο τοῦ Κωνσταντίνου Δημητριάδη.
Ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος καὶ κριτικὸς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.
Ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος καὶ κριτικὸς ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη.
Για περισσότερα ποιήματα πιεστέ ΕΔΩ.
ΤΕΛΟΣ
Τώρα ποὺ βρῆκα πιὰ μίαν ἀγκαλιά,
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.
καλύτερη κι ἀπ᾿ ὅ,τι λαχταροῦσα,
τώρα ποὺ μοῦ ῾ρθαν ὅλα ὅπως τὰ ῾θελα
κι ἀρχίζω νὰ βολεύομαι μὲς στὴν κρυφὴ χαρά μου,
νιώθω πὼς κάτι μέσα μου σαπίζει.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.
(1956)
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
(1962)