Όταν το βλέμμα ακουμπάς
στου αψηλού βουνού την άτρωτη φιγούρα
και στο ασημί το πέλαγο
τη σκέψη αρμενίζεις
Όταν ατόφιο τ’ άγριο μεγαλείο από τη μια
κι η μερωσύνη πρόσχαρη
της κοιλάδας απ’ την άλλη
ανάμεσό τους λεύτερος εσύ
κι ένα να νοιώθεις με το παν
στην αυγινή τη λάμψη
τότε όλα γίνονται
φ ω ς γ α λ ή ν η α ρ μ ο ν ί α
Και ω! Του ανασασμού! Αλαργεύεις απ’ τα γήινα
κι αφυπνισμένος διαχέεσαι
στης πλάσης το αρμονικό το κάλλος
γιατί επλήθυνε ο λογισμός
κι από Θεό πλημμύρισε η ψυχή σου.
Κι ως τις φτέρες σου απλώνεις στο τόξο της ζωής
το νόημα της αποστολής σου να συλλάβεις
σύμψυχα συναισθάνεσαι
έν’ απειροελάχιστο μόριο στα χέρια Του πως είσαι
μια χρονική στιγμή στον άχρονο το χρόνο
και Τον δοξολογείς γιατί υπάρχεις
Τον ικετεύεις, εύχεσαι
και Τον εκλιπαρείς
η Θεία Του οικονομία
την εξέλιξη του όντος σου να ευδοκήσει
το δρόμο σου με φως να πορευτείς
να φτάσεις στην πηγή σου
Μαζί Του να ενωθείς!