Περίληψη
Η ακτινοθεραπεία συνεισφέρει σημαντικά στην μείωση του ποσοστού τοπικής υποτροπής και θνητότητας σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού. Ωστόσο παραμένει ο κίνδυνος εμφάνισης οξέων παρενεργειών ως επακόλουθο της. Μεταξύ των σοβαροτέρων επιπλοκών κατατάσσεται η πνευμονική βλάβη, η επαγόμενη από την ακτινοθεραπεία.
Καθώς οι ασθενείς με καρκίνο του μαστού έχουν μεγάλο προσδόκιμο επιβίωσης, αποκτά εξαιρετική σημασία η ταυτοποίηση παραμέτρων, που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην πρόβλεψη της ευαισθησίας του κάθε ασθενούς για την εμφάνιση πνευμονικής τοξικότητας και στο σχεδιασμό μίας εξατομικευμένης θεραπείας. Ένα ικανό προβλεπτικό μοντέλο ευαισθησίας του ασθενούς κατά την ακτινοθεραπεία πρέπει να συνεκτιμά όλους τους παράγοντες που σχετίζονται με τις εφαρμοζόμενες θεραπείες αλλά και με τον ασθενή. Σκοπός της μελέτης ήταν η ανάδειξη βιολογικών δεικτών προβλεπτικών για την εμφάνιση πνευμονικής βλάβης, σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας και δύο μήνες μετά το πέρας αυτής. Η σειριακή μέτρηση των επιπέδων έκφρασης κατάλληλα επιλεγμένων πρωτεινικών μορίων κατά τη διάρκεια παρακολούθησης των ασθενών επέτρεψε την καταγραφή μεταβολών που υπέστησαν σε διάστημα τριών μηνών αρχής γενομένης προ της εφαρμογής της ΑΚΘ. Τα επίπεδα έκφρασης των βιοδεικτών ελέγχονταν σε σχέση με την εξέλιξη της νόσου όπως αυτή παρακολουθούνταν με ταυτόχρονη μέτρηση καθιερωμένων καρκινικών δεικτών και καταγραφή των κλινικοεργαστηριακών στοιχείων των ασθενών. Στο πλαίσιο αυτό, τρεις βιοδείκτες, CRP, SP-D, και sRAGE, εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές αλλαγές στα επίπεδα συγκέντρωσης τους σε σχέση με την ΑΚΘ και χορηγούμενες επικουρικές αντινεοπλασματικές θεραπείες. Τα ευρήματα υποστηρίζουν ότι η σειριακή παρακολούθηση των μελετώμενων βιοδεικτών μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο στην εκτίμηση της ακτινικά επαγόμενης πνευμονικής βλάβης ενώ εξακολουθεί να βρίσκεται σε υποκλινική φάση.
Περισσότερα εδώ