ΠΡΟΛΑΚΤΙΝΩΜΑ – ΥΠΕΡΠΡΟΛΑΚΤΙΝΑΙΜΙΑ
♦ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ Η προλακτίνη αποτελεί πολυπεπτιδικής φύσεως ορμόνη που εκκρίνεται από τα λακτοτρόπα κύτταρα της υπόφυσης. Η έκκρισή της ρυθμίζεται από τον υποθάλαμο μέσω διεγερτικών και ανασταλτικών ουσιών. Αντίθετα με τις άλλες ορμόνες του προσθίου λοβού της υπόφυσης, η κύρια τονική δράση του υποθαλάμου στην έκκριση της προλακτίνης είναι ανασταλτική. Η κύρια υποθαλάμιος προέλευσης ουσία με ανασταλτική δράση στην έκκριση της προλακτίνης είναι η δοπαμίνη. Τα φυσιολογικά βασικά επίπεδα προλακτίνης στο αίμα κυμαίνονται από 100-500 mU/Ι (5-25 ng/ml) κατά τη διάρκεια της ημέρας, και σχεδόν διπλασιάζονται κατά τη διάρκεια της νύκτας οπότε και παρατηρείται εντονότερη εκκριτική δραστηριότητα των λακτοτρόπων κυττάρων. Η κύρια φυσιολογική δράση της προλακτίνης στις γυναίκες είναι η συμμετοχή της στην παραγωγή γάλακτος στη περίοδο του θηλασμού, ενώ στους άνδρες παραμένει αδιευκρίνιστη.
♦ ΟΡΙΣΜΟΣ
Ως υπερπρολακτιναιμία ορίζεται η σταθερή και κατ’ επανάληψη ανεύρεση αυξημένων τιμών της προλακτίνης ορού, σε περιόδους εκτός εγκυμοσύνης ή γαλουχίας. Δεν υπάρχει πλήρης ομοφωνία για το ανώτερο φυσιολογικό όριο των τιμών προλακτίνης. ‘Έτσι, τα ανώτερα φυσιολογικά όρια ποικίλουν στα διάφορα εργαστήρια από 360-700 mU/Ι (18-35 ng/ml), γεγονός που ερμηνεύεται όχι μόνο από διαφορές στην εφαρμοζόμενη μέθοδο ραδιοανοσολογικής μέτρησης, αλλά και από διαφορές στον τρόπο καθορισμού του φυσιολογικού εύρους τιμών της προλακτίνης στο φυσιολογικό πληθυσμό.
♦ ΑΙΤΙΑ ΥΠΕΡΠΡΟΛΑΚΤΙΝΑΙΜΙΑΣ
Η υπερπρολακτιναιμία αποτελεί την πιο συχνή υποθάλαμο-υποφυσιακή διαταραχή. Τα αίτια της υπερπρολακτιναιμίας είναι τα ακόλουθα:
- Προλακτίνωμα
- Όγκοι υποθαλάμου – υπόφυσης
- Φάρμακα
– Μείζονα ηρεμιστικά (φαινοθειαζίνες, αλοπεριδόλη)
– Ανταγωνιστές της δοπαμίνης (μετοκλοπραμίδη)
– Αντικαταθλιπτικά (ιμιπραμίνη, αμιτρυπτυλίνη)
– Αντιυπερτασικά (α-μεθυλδόπα, ρεσερπίνη, βεραπαμίλη)
– Οιστρογόνα
– Οπιοειδή
– Σιμετιδίνη
- Υποθυρεοειδισμός
- Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
♦ ΠΟΤΕ Η ΥΠΕΡΠΡΟΛΑΚΤΙΝΑΙΜΙΑ ΥΠΟΔΗΛΩΝΕΙ ΠΡΟΛΑΚΤΙΝΩΜΑ
Με εξαίρεση την φαρμακευτική υπερπρολακτιναιμία, το προλακτίνωμα, δηλαδή το αδένωμα της υπόφυσης που υπερεκκρίνει προλακτίνη, αποτελεί την πλέον συχνή αιτία παθολογικής υπερπρολακτιναιμίας. Στη κλινική πράξη, εφόσον αποκλεισθεί η λήψη φαρμάκων και ο υποθυρεοειδισμός, το προλακτίνωμα αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία υπερπρολακτιναιμίας. Θεωρητικά, η καλύτερη ένδειξη ότι η υπερπρολακτιναιμία οφείλεται σε αδένωμα της υπόφυσης που υπερεκκρίνει προλακτίνη θα ήταν η ακτινολογική κατάδειξη του αδενώματος με ευαίσθητες ακτινολογικές μεθόδους όπως η αξονική τομογραφία ή ο μαγνητικός συντονισμός. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι η ανεύρεση ακτινολογικής εικόνας συμβατής με μικροαδένωμα της υπόφυσης είναι ιδιαίτερα συχνή σε φυσιολογικές γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας και παρατηρείται σε ποσοστά που κυμαίνονται μέχρι 36-42%. Επομένως η πρακτική αξία της ακτινολογικής διερεύνησης συνίσταται κυρίως στην ανεύρεση ή όχι μακροαδενώματος, και όχι στην κατάδειξη μικροαδενώματος. Σε σημαντικό ποσοστό ασθενών, και συνήθως στις περιπτώσεις με χαμηλή υπερπρολακτιναιμία (επίπεδα προλακτίνης <2000 mU/Ι ή 100 ng/ml), ο λεπτομερής ακτινολογικός έλεγχος της υπόφυσης, ακόμη και με ευαίσθητες μεθόδους, ενδέχεται να αποβεί αρνητικός. Οι περιπτώσεις αυτές περιγράφονται ως «ιδιοπαθής ή λειτουργική υπερπρολακτιναιμία», αν και ο όρος αυτός αμφισβητείται από τους περισσότερους ερευνητές.
Σε περίπτωση ακτινολογικής κατάδειξης ευμεγέθους μακροαδενώματος, είναι απαραίτητος ο διαχωρισμός μεταξύ προλακτινώματος και μη ορμονοεκκριτικού αδενώματος ή άλλης χωροκατακτητικής βλάβης της περιοχής υποθαλάμου-υπόφυσης που προκαλούν υπερπρολακτιναιμία από πίεση του μίσχου της υπόφυσης (ψευδοπρολακτίνωμα). Στις περιπτώσεις αυτές τα επίπεδα της προλακτίνης ορού βοηθούν στη διαφορική διάγνωση. Αν τα επίπεδα προλακτίνης είναι >5000 mU/Ι (250 ng/ml) η διάγνωση του μακροπρολακτινώματος θεωρείται σχεδόν βεβαία, ενώ επίπεδα προλακτίνης <2000 mU/Ι (100 ng/ml) καθιστούν τη διάγνωση του προλακτινώματος μάλλον απίθανη. Για τιμές προλακτίνης όμως μεταξύ 2000-5000 mU/Ι (100-250 ng/ml) με παρουσία ευμεγέθους μακροαδενώματος της υπόφυσης, η διαφορική διάγνωση μεταξύ μακροπρολακτινώματος και μη-ορμονοεκκριτικού μακροαδενώματος είναι δύσκολη χωρίς ιστολογική επιβεβαίωση.
♦ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Το προλακτίνωμα στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες αποτελεί ένα από τα συχνότερα αίτια διαταραχών της εμμήνου ρύσεως (15-20% των περιπτώσεων αμηνόρροιας) και υπογονιμότητας. Επίσης προκαλεί γαλακτόρροια (αυτόματη ή μετά από πίεση). Στους άνδρες και τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες διαγιγνώσκεται με σημαντικά μικρότερη συχνότητα, με συνηθέστερες εκδηλώσεις τη μείωση της libido, ανικανότητα (στους άνδρες), και όχι σπάνια, συμπτωματολογία χωροκατακτητικής βλάβης.
♦ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Οι στόχοι της θεραπείας των προλακτινωμάτων συνίστανται: 1) στον έλεγχο της χωροκατακτητικής επεξεργασίας και των επιπλοκών της και 2) στον έλεγχο του υπερπρολακτιναιμικού υπογοναδισμού και των επιπτώσεών του (στείρωση, διαταραχή εμμήνου ρύσεως, σεξουαλική ανεπάρκεια, οστεοπόρωση). Τα θεραπευτικά μέσα που χρησιμοποιούνται στην αντιμετώπιση των προλακτινωμάτων περιλαμβάνουν: 1) την χορήγηση αγωνιστών της δοπαμίνης, 2) την διασφηνοειδική αφαίρεση του αδενώματος και 3) την ακτινοθεραπεία. Ο καλύτερος δείκτης πρόγνωσης, όσον αφορά την θεραπευτική ανταπόκριση του προλακτινώματος, είναι το μέγεθος του αδενώματος. Για το λόγο αυτό η αναφορά στη θεραπεία εκλογής των προλακτινωμάτων παρατίθεται ανά κατηγορία μεγέθους του αδενώματος.
ΜΕΤΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΒΗΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΕΤΑΒΟΛΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΝΔΟΚΡΙΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ.ΑΘΗΝΑ 2004